........Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θειὰ Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζαν θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις «δὲν ἔχουμε κανένα» καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπό μας;» κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτὰ (...)
Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθοῦσιν (...) Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας που ἴχνη (...) εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθεῖ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας κι᾿ ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινας ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἠλικιωθείσαν, ἀλλ᾿ ἀκμαίαν ἀκόμη τὴν πιστήν του μνηστήν..
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ γέννησιν, ἐτελοῦντο ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεμνότητα οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Κουμπουρτζῆ.
Ἡ θειὰ Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν ἐπὶ ὀλίγας στιγμὰς χρωματιστὴν πολίτικην μανδήλαν, διὰ ν᾿ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τὸ ἑσπέρας ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων:
- Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τραγδῆστε!........